διδυμότης

διδυμότης
διδυμότης, η (AM) [δίδυμος]
1. η ύπαρξη διδύμων
2. η δυάδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διδυμότητα — διδυμότης duality fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδυμότητι — διδυμότης duality fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδυμότητος — διδυμότης duality fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίδυμος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Κύπρο και μαρτύρησε μαζί με τους επίσης Κύπριους Νεμέσιο και Ποτάμιο. Η μνήμη του τιμάται στις 20 Φεβρουαρίου. * * * η, ο (AM δίδυμος, η, ον και δίδυμος, ον) 1. αυτός που γεννήθηκε με έναν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”